- καλαθίσκιον
- κᾰλαθ-ίσκιον, τό, = foreg., Anon. in Rh.108.30: also [suff] κᾰλαθ-ίσκον, τό, RousselA Cultes Egyptiens 232 (Delos, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαθίσκιον — και καλαθίσκον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καλαθίσκος) μικρό καλάθι*, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ίσκιον (< ίσκος + ιον), πρβλ. καδ ισκιον, πινακ ίσκιον] … Dictionary of Greek
καλαθίσκιον — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)